απογιοματίζω
Смотреть что такое "απογιοματίζω" в других словарях:
απογευματίζω — ισα, και απογιοματίζω ισα, τελειώνω το φαγητό μου: Είχαμε απογιοματίσει όταν ήρθε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)